include('control/inc/access.php'); include('control/mod/functions.php'); include('config.php'); ?>
A BALKAN TALE
Η οθωμανική παρουσία στα Βαλκάνια κράτησε από τον 14ο έως τον 20ό αιώνα. Σε άλλες περιοχές η παρουσία αυτή ήταν διαρκής, σε άλλες διακεκομμένη (όπως στο Μοριά) και άλλες δεν γνώρισαν καθόλου την οθωμανική κατάκτηση (όπως τα Επτάνησα και οι δαλματικές ακτές). Σχεδόν για το σύνολο των κατοίκων της βαλκανικής χερσονήσου ωστόσο, οι οθωμανικοί αιώνες υπήρξαν ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορικής τους εμπειρίας. Η ιστορία αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη ή είναι γνωστή με πολύ διαφορετικό τρόπο σε κάθε χώρα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι χριστιανικοί λαοί των Βαλκανίων δημιούργησαν τα εθνικά τους κράτη μέσα από τη σύγκρουσή τους, συνήθως στρατιωτική, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η σύγκρουση αυτή έδωσε μεγάλη έμφαση στη θρησκευτική διαφορά ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Ταυτόχρονα, η αίγλη του προτύπου της Δυτικής Ευρώπης οδηγούσε στην υποτίμηση της πολιτισμικής αξίας των οθωμανικών αιώνων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ταυτίστηκε λοιπόν με την πολιτισμική «οπισθοδρόμηση» και θεωρήθηκε απ’ όλους τους επιγόνους της «ανεπιθύμητη κληρονομιά». Εντούτοις, για εξακόσια περίπου χρόνια, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και εβραίοι ζούσαν μαζί στις πόλεις και την ύπαιθρο, καλλιεργούσαν τη γη, ψώνιζαν ο ένας στο μαγαζί του άλλου, συναντιούνταν και διασκέδαζαν στα παζάρια και στα καφενεία. Η οθωμανική κοινωνία ήταν βεβαίως μια κοινωνία με ιεραρχίες και διακρίσεις ανάμεσα σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους. Για τους ραγιάδες, η καθημερινή ζωή είχε και τις σκληρές της όψεις, τις συγκρούσεις και τις δυσκολίες. Σήμερα, η μνήμη αυτής περιόδου παραμένει κρυμμένη μέσα σε κτίρια που έχουν αλλάξει χρήση ή έχει σβηστεί τελείως εξαιτίας της αδιαφορίας και της καταστροφής. Με οποιαδήποτε μορφή όμως, ερειπωμένα ή συντηρημένα, τα κτίρια της οθωμανικής περιόδου, δημόσια και ιδιωτικά, χριστιανικά, μουσουλμανικά και εβραϊκά, αποτελούν τεκμήρια μιας κοινής ιστορίας. Είναι η ιστορία που μοιράστηκαν οι λαοί των Βαλκανίων επί έξι περίπου αιώνες. Μέσα από τις σύγχρονες φωτογραφίες αυτών των μνημείων, μπορούμε να ξαναδούμε με άλλο βλέμμα την οθωμανική κληρονομιά, να επισκεφτούμε πάλι το κοινό μας παρελθόν και να διηγηθούμε τη βαλκανική μας ιστορία.ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ
Πολλοί νομίζουν ότι τα Βαλκάνια κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). Η αλήθεια όμως είναι ότι μεγάλο μέρος της βαλκανικής χερσονήσου είχε κατακτηθεί ήδη μέσα στον 14ο αιώνα και ότι οι Σουλτάνοι είχαν εγκαταστήσει το παλάτι τους σε ευρωπαϊκό έδαφος, στην Αδριανούπολη, ήδη από τη δεκαετία του 1360. Παρά τους κλυδωνισμούς που προκάλεσε η ήττα τους από τον Ταμερλάνο στη μάχη της Άγκυρας (1402), οι Οθωμανοί θα ολοκληρώσουν εντέλει την κατάκτηση των Βαλκανίων στα τέλη του 15ου αιώνα. Δύο φορές θα επιχειρήσουν να καταλάβουν τη Βιέννη, το 1529 και το 1683. Μπροστά στα τείχη της όμως, θ’ ανακοπεί οριστικά για την Ευρώπη η κατακτητική ορμή τους. Μέσα από την εδαφική του επέκταση, από τον 14ο έως τα τέλη του 17ου αιώνα, το νομαδικό βασίλειο της δυναστείας του Οσμάν μετατράπηκε σε παγκόσμια ισλαμική αυτοκρατορία, που πρόβαλλε ως καθήκον της τον ιερό πόλεμο εναντίον της χριστιανικής Δύσης. Στο απόγειο της δύναμής της, στα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, η οθωμανική αυτοκρατορία εκτεινόταν από το Δούναβη μέχρι το Νείλο. Τα Βαλκάνια αποτέλεσαν επί έξι αιώνες σημαντικό μέρος αυτής της αυτοκρατορίας. Η εξάπλωση των Οθωμανών στα Βαλκάνια έγινε προς τα δυτικά, στην κατεύθυνση της ρωμαϊκής Εγνατίας οδού, που μέσω Σερρών και Μοναστηρίου οδηγούσε στις αλβανικές ακτές, αλλά και βόρεια, προς Φιλιππούπολη και Σόφια μέχρι το Βελιγράδι. Πίσω από τα στρατεύματα, ακολουθούσαν και μουσουλμανικοί πληθυσμοί από την Ανατολία, που εγκαθίσταντο στις κατακτημένες περιοχές. Εξισλαμισμοί, οικειοθελείς και μη, όπως και μετακινήσεις πληθυσμών άλλαζαν αργά αλλά ριζικά τη δημογραφική σύνθεση της βαλκανικής χερσονήσου. Ριζικά άλλαζε εξάλλου, με την οθωμανική κατάκτηση, και το τοπίο των βαλκανικών πόλεων. Μόλις οι Οθωμανοί κατακτούσαν μια πόλη, μετέτρεπαν τις μεγάλες εκκλησίες σε τζαμιά ή έκτιζαν καινούργια, επιβλητικά τζαμιά με ψηλούς μιναρέδες, καθώς και άλλα «δημόσια» κτίρια (μπεζεστένια, χαμάμ, ιμαρέτια, καραβανσαράγια κ.ά.). Με τον τρόπο αυτό, το βαλκανικό αστικό τοπίο αποκτούσε «οθωμανικά» χαρακτηριστικά, προβάλλοντας τη νέα πολιτική πραγματικότητα. Οι Οθωμανοί επιθυμούσαν πράγματι να κάνουν την κατάκτησή τους «ορατή».ΣΥΜΒΙΩΣΗ
Η οθωμανική κοινωνία ήταν μια κοινωνία αυστηρά ιεραρχική. Οι κοινωνικές σχέσεις ρυθμίζονταν με βάση τη διάκριση αφενός ανάμεσα σε μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους (ζιμμί) και αφετέρου ανάμεσα στην κυρίαρχη τάξη, που δεν φορολογούνταν, και τους φορολογούμενους υπηκόους ανεξαρτήτως θρησκεύματος (ραγιά). Οι μη μουσουλμάνοι κάτοικοι της αυτοκρατορίας θεωρούνταν θεσμικά κατώτεροι από τους μουσουλμάνους, αλλά είχαν το δικαίωμα να ασκούν τη θρησκεία τους και να κατέχουν περιουσία. Η ιεραρχία αυτή αποτυπώνεται και στη μορφή των πόλεων. Στις οθωμανικές πόλεις υπήρχαν χωριστοί μαχαλάδες για μουσουλμάνους, χριστιανούς και εβραίους (αν και όχι πάντα). Πάντως, ζούσαν όλοι μαζί, στα σοκάκια και τις αγορές της πόλης τους. Το μπεζεστένι (σκεπαστή αγορά) ήταν η καρδιά της πόλης, μέρος συνάντησης και κέντρο εμπορίου. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή μάλιστα, τον 17ο αιώνα, διέκρινε τις οθωμανικές πόλεις σε δύο κατηγορίες, ανάλογα αν είχαν ή όχι μπεζεστένια. Και στις τρεις θρησκείες, το νερό είχε τη συμβολική χρήση της ψυχικής κάθαρσης. Το Κοράνι προέβλεπε διάφορες τελετουργικές χρήσεις του νερού, και μάλιστα με τρεχούμενο νερό. Γι’ αυτό το λόγο, σε όλες τις οθωμανικές πόλεις χτίστηκαν λουτρά (χαμάμ) είτε διπλά, με χωριστά διαμερίσματα για άνδρες και γυναίκες, είτε μονά, που λειτουργούσαν, σε διαφορετικές ώρες, εναλλάξ, για άνδρες και για γυναίκες. Τα χαμάμ αποτελούσαν κέντρα κοινωνικότητας, ειδικά για τις γυναίκες και μάλιστα τις μουσουλμάνες. Η λαίδη Μαίρη Μόνταγκιου, σύζυγος του άγγλου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη τον 18ο αιώνα, τα ονομάζει «καφενεία των γυναικών».ΛΑΤΡΕΙΑ
Στη διάρκεια των οθωμανικών αιώνων, η θρησκεία αποτελούσε βασικό στοιχείο όχι μόνο της ταυτότητας των ανθρώπων αλλά και της καθημερινότητάς τους. Κοινωνικές εκδηλώσεις γύρω από τη γέννηση, το γάμο και το θάνατο, διατροφικές συνήθειες, τρόποι σκέψης και συμπεριφοράς ήταν όλα άρρηκτα δεμένα με τη θρησκεία. Γι’ αυτό και οι τόποι λατρείας και εκδήλωσης της θρησκευτικότητας αποτελούσαν κεντρικά σημεία αναφοράς στις οθωμανικές πόλεις. Το οθωμανικό κράτος ήταν αναμφίβολα ισλαμικό και στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στον μουσουλμανικό Ιερό Νόμο (Σαρία). Ωστόσο, για να λειτουργήσει αυτό το αχανές, πολυεθνοτικό κράτος, ήταν απαραίτητο να ενσωματώσει τους μη μουσουλμάνους και ν’ αναγνωρίσει τους δικούς τους θρησκευτικούς ηγέτες. Η Σαρία επέτρεπε σε χριστιανούς και εβραίους να επισκευάζουν τις εκκλησίες και τις συναγωγές τους αλλά όχι να χτίζουν καινούργιες. Για κάθε επισκευή χρειαζόταν άδεια από τις οθωμανικές αρχές –από τον τοπικό καδή αλλά ακόμη και από την κεντρική διοίκηση στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, στην πράξη, το οθωμανικό κράτος έδειχνε αρκετό ρεαλισμό και ευελιξία, έτσι ώστε να χτίζονται και νέες εκκλησίες και συναγωγές, παρά την επίσημη απαγόρευση. Σε τοπικό επίπεδο εξάλλου, υπήρχαν πολλά περιθώρια προσαρμογών. Δεν έλειπαν ωστόσο και οι εχθρικές ενέργειες εναντίον αλλοθρήσκων από φανατικούς ουλεμάδες, τοπικούς οθωμανούς αξιωματούχους ή και τους μουσουλμάνους εν γένει. Απέναντι στους Καθολικούς ιδιαίτερα, υπήρχε εχθρική στάση εφόσον ο Πάπας θεωρούνταν ο μεγαλύτερος εχθρός του Σουλτάνου. Μόνο μετά τους πολέμους των ετών 1683-99 με τους Αψβούργους, οι οθωμανικές αρχές άλλαξαν στάση. Από την εποχή των Μεταρρυθμίσεων (Τανζιμάτ) πάντως, τον 19ο αιώνα, και τη φιλελευθεροποίηση της θρησκευτικής πολιτικής κατασκευάζονται πολύ περισσότερες εκκλησίες –και καθολικές. Η συνύπαρξη διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων αποτυπωνόταν στο χώρο με τα τζαμιά, τις εκκλησίες και τις συναγωγές. Σημαντική ήταν και η παρουσία των δερβισικών ταγμάτων, που η ζωή τους οργανωνόταν γύρω από τον τεκέ. Επρόκειτο για μυστικιστική και λαϊκή εκδοχή του Ισλάμ, που γνώρισε μεγάλη διάδοση και στα Βαλκάνια. Το δερβισικό τάγμα των μπεκτασήδων καθιερώθηκε μάλιστα ως επίσημο τάγμα των γενιτσάρων.ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ
Ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας του Τανζιμάτ, δηλαδή των μεταρρυθμίσεων που, μεταξύ 1839 και 1876, εισήγαγαν οι Σουλτάνοι Αμπντουλμετζίτ και Αμπντουλαζίζ, με σκοπό τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η επαφή με τη δυτική Ευρώπη, τα ήθη και τον πολιτισμό της είχαν αρχίσει να επηρεάζουν τους κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πολύ νωρίτερα. Ιδιαίτερα οι χριστιανοί έμποροι και λόγιοι, που ταξίδευαν στη δυτική Ευρώπη, επέστρεφαν με πολλές νέες ιδέες και πρότυπα στις αποσκευές τους. Οι ριζικές αλλαγές που συμβαίνουν στην Ευρώπη το 18ο αιώνα σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο βρίσκουν τον απόηχό τους σε μια Οθωμανική Αυτοκρατορία που επιθυμεί μεν ν’ αντιμετωπίζεται ισότιμα από τα ευρωπαϊκά κράτη, ωστόσο εξακολουθεί να επιβάλλει τη συγκεντρωτική ισχύ της στους υπηκόους της. Ο οθωμανικός εκσυγχρονισμός επιταχύνθηκε πράγματι από την εμφάνιση των εθνικών βαλκανικών κινημάτων και ιδιαίτερα από την επιτυχία του ελληνικού αγώνα για την ανεξαρτησία. Η ιδεολογία του εθνικισμού, οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, ο σύγχρονος στρατός που πολεμά για την πατρίδα, η συγκεντρωτική γραφειοκρατία είναι εξάλλου στοιχεία του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα των εθνών-κρατών. Σε αυτές τις διεθνείς και τοπικές εξελίξεις, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντέταξε την ιδεολογία του «οθωμανισμού», δηλαδή της ισότιμης συμμετοχής μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων, στοιχείο που σαφώς παραβίαζε τον Ιερό Νόμο (Σαρία). Οι αλλαγές όμως είναι πολύ ευρύτερες και βαθύτερες. Η ατμοκίνηση, οι τράπεζες, οι σιδηρόδρομοι, τα εργοστάσια, οι τηλέγραφοι μετασχηματίζουν τη ζωή μουσουλμάνων και μη στις πόλεις. Το ίδιο το οθωμανικό τοπίο αλλάζει ριζικά. Νέες τάσεις στην αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική και τη μουσική, επηρεασμένες από τη Δύση, σαρώνουν την Αυτοκρατορία. Η θέση των γυναικών αλλάζει επίσης. Μουσουλμάνες δασκάλες διδάσκουν σε σχολεία για κορίτσια. Η Υψηλή Πύλη θέτει πλέον στόχο τη μαζική εκπαίδευση, κατά τα δυτικά πρότυπα. Εκσυγχρονισμός σημαίνει, σε μεγάλο βαθμό, εκδυτικισμός. Οι πύργοι των ρολογιών μπορούν να θεωρηθούν το βασικό σύμβολο του εκσυγχρονισμού στον αστικό χώρο. Τοποθετημένοι σε κεντρική θέση, ώστε να βλέπουν όλοι την ώρα, δείχνουν τη ριζική αλλαγή στην αντίληψη του χρόνου, στη θέση της παραδοσιακής μέτρησης με το κάλεσμα του ιμάμη για προσευχή από τους μιναρέδες. Για τον εορτασμό της 25ετίας στο θρόνο του Αμπντουλχαμίτ περισσότερα από εκατό ρολόγια κατασκευάστηκαν σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1901-3).ΛΗΘΗ & ΜΝΗΜΗ
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρευσε οριστικά το 1923. Στη θέση της ιδρύθηκε η Τουρκική Δημοκρατία καθώς και μια σειρά έθνη-κράτη, τα οποία είχαν συγκροτηθεί σταδιακά από τις αρχές του 19ου αιώνα. Όλα τα βαλκανικά κράτη, ακόμη και η σύγχρονη κεμαλική Τουρκία, θέλησαν να σβήσουν τη μνήμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να διαφοροποιηθούν απ’ οτιδήποτε «οθωμανικό», το οποίο θεωρούνταν αναντίστοιχο με τον εκσυγχρονισμό και την «πρόοδο». Η καλλιέργεια των ιδιαίτερων εθνικών χαρακτηριστικών σε κάθε έθνος-κράτος σήμαινε εξάλλου την ισοπέδωση της πολυεθνοτικής οθωμανικής κληρονομιάς. Το ιδεώδες της εθνικής ομοιογένειας οδηγούσε εξάλλου στην αφομοίωση ή την απόκρυψη του διαφορετικού. Η εξέλιξη αυτή ευνοήθηκε από τις μεγάλες δημογραφικές αλλαγές που συνέβησαν στη βαλκανική χερσόνησο τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Οι πόλεμοι, οι μεταναστεύσεις και οι ανταλλαγές πληθυσμών άλλαξαν ριζικά και κυρίως βίαια το τοπίο των πόλεων αλλά και της υπαίθρου. Σε κάποιες περιοχές τα τζαμιά εγκαταλείφθηκαν, αφού οι μουσουλμάνοι μετακινήθηκαν. Αλλού ερημώθηκαν τα ορθόδοξα μοναστήρια. Ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος και το Ολοκαύτωμα έφεραν ένα τραγικό τέλος στη μακραίωνη παρουσία των εβραϊκών κοινοτήτων στα Βαλκάνια. Οι συναγωγές και οι εβραϊκοί μαχαλάδες ερειπώθηκαν. Φυσικές καταστροφές, όπως σεισμοί και πυρκαγιές, εξαφάνισαν ολόκληρους μαχαλάδες, που δεν ξανακτίστηκαν ή χτίστηκαν με νέο, «σύγχρονο» σχέδιο. Οι μεγάλες λεωφόροι και το νέο πολεοδομικό σχέδιο των βαλκανικών αστικών κέντρων αντικατέστησαν τα παλιά οθωμανικά σοκάκια, πολυκατοικίες έπνιξαν τα ιμαρέτια και τους τουρμπέδες, ενώ τα τζαμιά, χωρίς τους ψηλούς μιναρέδες τους πια, κρύφτηκαν μέσα σ’ ένα πυκνοδομημένο αστικό περιβάλλον. Ωστόσο η μνήμη της οθωμανικής περιόδου υπάρχει ακόμη: στα τοπωνύμια, που αντιστέκονται στις μετονομασίες που προσπάθησε να επιβάλει η κεντρική εξουσία∙ σε τόπους λατρείας, όπως τζαμιά, συναγωγές και τεκέδες, που επαναχρησιμοποιούνται∙ στη συνειδητή δράση, τα τελευταία χρόνια, εθνικών και τοπικών φορέων για τη διατήρηση μιας ιστορικής κληρονομιάς, η οποία επαναξιολογείται.